Του
Ασώτου
Μυγάρχης με περίχυνε,
κρασί, ροσόλι, μέλι,
Δευτέρα,Τρίτη, Σάββατο,
άναβε θράκα. Χέλι
σουβλιά με κοκορέτσα,
μου ΄τοίμαζε και τράταρε,
φορές και καμιά πέτσα.
στον Οίκο του Πατέρα,
σαν τον κιοτή επέστρεψα,
για να μου βάλει βέρα
εφάπαξ να τυλώσω.
Ξηγήστε μου πως πιάστηκα,
χοντρομαλάκας τόσο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου