Σ΄ένα κιβούρι
σάρκα πενήντα οκάδες
και γύρω μαύρες μέλισσες,
οι μέρες οι αποφράδες.
πλούτο, κρασί και τέτοια;
Τώρα που στράβωσε ο καιρός
και παν΄ τα μπερεκέτια,
στρώνει στη κεφαλή του,
την γλώσσα βγάνει και στριγγά,
ψάλλει του αποβλήτου:
Χρωστούσες τύχη σου σ΄έναν φαλλό
και σε μια μήτρα κάπως βολική.
Ήττα πια γεύσου, ήττα ολική».
μνέσκω χωρίς ανάσα,
σαν οδοιπόρος νηστικός,
που πιάστηκε στα πράσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου