Η
Περιπέτεια
Τα χρόνια με ζαλώσανε καντάρια προσβολές,
τους ουρανούς σκοτίζοντας μ΄αόρατη πλερέζα,
κι απέ με ξαποστείλανε λουσμένο στις χολές,
για να πατήσω έδαφος κατάσπαρτο πινέζα.
ροφούσαν το μεδούλι μου συχνά με καλαμάκι.
Ομίχλη στα περίχωρα με μπέρδευε πυκνή,
και μ΄έριχνε κουρόγιδο στου δρόμου το χαντάκι.
για να σιγάσουν οι στριγγλιές μεγάφωνα να πάψουν,
να σηκωθεί το πνεύμα μου πιο πάνω απ΄τη Ρωγμή,
κι απ΄τις φωτιές που βάλθηκαν οι δαίμονες ν΄ανάψουν.
μ΄ένα κανώ στην πλάτη μου και τσίπα χαρτοκλέφτη.
Ανόητα τα γύρω μου, τα μέσα θλιβερά
και γω μια σαρκομετοχή, που όλο και ξεπέφτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου