Μπάρκο
με τις Μοίρες
Μ΄ένα φλυτζάνι λάβδανο θα βγω στο λιακωτό,
το περιγιάλι το κρυφό στερνή φορά να κρίνω,
πριν κατεβεί ο Άγγελος κραδαίνοντας λωτό
και μαραμένο της Μαριάμ το πρώτο εκείνο κρίνο.
«Την Πράσινη μην φοβηθείς και τη γριά-χελώνα,
που γεύεται στο πλάι σου σα λέσι αλλοδαπού,
τ΄αλάτι και χαμογελά στών άστρων τη λεχώνα».
(Οι λέξεις πάντα κίβδηλες κι οι φράσεις λωποδύτες).
Τι ωφελεί μερόνυχτα να κρέμεσαι σε ιστό,
παλιόπανο που κοινωνεί συναχωμένες μύτες;
τις Μοίρες θε να υποδεχτώ με βάγια κι αγιοκέρια
και οδηγώντας τες αργά εκεί που σκάει ο αφρός,
μαζί τους θα μπαρκαριστώ για ταφικά λημέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου