Τα
Φαντάσματα
Σήκωσα το φλυτζανάκι κι ήπια μια γουλιά,
βλαστημώντας τον Χριστό και την αναδουλιά,
που μας έριξε γερόντια στα πατώματα,
με φτηνιάρικη μασέλα μες στα στόματα.
κι ο Νικόλας για συμπότες, κύλικες, ληνούς.
Σαν τη γνώμη μου γυρέψαν, κατά κύματα
βγήκαν στούκας κι ερεβώδη τέτοια ρήματα:
που θα ψάχνεις ένα φίλο γύρα με κερί»
Που το βρήκα τέτοιο θράσος, πως το τόλμησα;
Τ΄όνομα μου το καλό, κοπριές το βρώμισα.
«Μάθε πως τα μουσκεμένα στάζουν ηδονή.
Δεν χρειάζεται κερί για νάβρεις σύντροφο,
σαν στη τσέπη σου φωλιάζει το περίστροφο».
Που Θεμιστοκλής, που Νίκος; Μια βαρυθυμιά,
πήρε και με σήκωσε ψηλά σαν άχερο,
κι είπα στο γκαρσόν: «Ένα χασαπομάχαιρο…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου