Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017


Τα Φαντάσματα
Αποτέλεσμα εικόνας για phantoms paintings
Σήκωσα το φλυτζανάκι κι ήπια μια γουλιά,
βλαστημώντας τον Χριστό και την αναδουλιά,
που μας έριξε γερόντια στα πατώματα,
με φτηνιάρικη μασέλα μες στα στόματα.

Ο Θεμιστοκλής να λέει για Βυζαντινούς
κι ο Νικόλας για συμπότες, κύλικες, ληνούς.
Σαν τη γνώμη μου γυρέψαν, κατά κύματα
βγήκαν στούκας κι ερεβώδη τέτοια ρήματα:

«Οι βροχές θα μας μουσκέψουν, έρχονται καιροί
που θα ψάχνεις ένα φίλο γύρα με κερί»
Που το βρήκα τέτοιο θράσος, πως το τόλμησα;
Τ΄όνομα μου το καλό, κοπριές το βρώμισα.

Γύρισαν τότε κι οι δυό τους και με μια φωνή:
«Μάθε πως τα μουσκεμένα στάζουν  ηδονή.
Δεν χρειάζεται κερί για νάβρεις σύντροφο,
σαν στη τσέπη σου φωλιάζει το περίστροφο».

Σήκωσα το φλυτζανάκι γύρω ερημιά.
Που Θεμιστοκλής, που Νίκος; Μια βαρυθυμιά,
πήρε και με σήκωσε ψηλά σαν άχερο,
κι είπα στο γκαρσόν: «Ένα χασαπομάχαιρο…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου