Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014


Βίου Περίληψις
 
Μια Κυριακή της μάνας μου βλαστήμησα,
χαμόγελο, αγκάλη, καλοσύνη,
και πήρα σβάρνα δρόμους με τη γύφτισσα,
γιατρειά μήπως και βρω στη Ρωμιοσύνη.

Τον πρώτο χρόνο ζάρωνα στα Σύβοτα,
τον δεύτερο στης Τρίπολης τη χάψη.
Πως έζησα τα νιάτα μου ξετσίπωτα,
έτσι που να μην βρει παπάς να θάψει;

Θαλασσινά λημέρια με τυλίξανε,
με το πανί το υγρό του Ποσειδώνα.
Της Κίρκης τα κοράσια ξεροβήξανε,
πριν μου πετάξουν μαύρη μια κοτρόνα.

Αυθαίρετο με λέξεις νύχτα πόντισα,
στις αμμουδιές απάνω του Ομήρου.
Φυντάνια με γλυφό νεράκι πότισα,
να γίνουν συμφορά του Πέρση Κύρου.

Για χόρταση δεν ήταν. Φως με μάρανε
και σάπισε τα δώρα μου. Εφέτες
χρυσάφι πληρωμένοι με τουμπάρανε,
ξορίζοντας με κλοτσηδόν στους Γέτες.

Γέρος σχεδόν, στιχάρι, αλληλούια,
Πάτερ ημών και καύκαλα αγίων.
Καιρός να ζήσω κάπως Επικούρεια,
εδώ στα πεδινά  της Πατησίων.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου