και κάποιαν ακαθόριστη ελπίδα για κρεμάλα,
φτυστός ο Γιούδας μίλησα: «Να σ΄ασπαστώ Ραββί»
και την Φυλής περπάτησα μαύρο διψώντας γάλα.
κι από φιάλη έσταξε στο μπρίκι μια σταγόνα.
«Να πολυπραγματεύεσαι η πρώτη αποκοτιά,
δεύτερη να ΄χεις ζηλωτών τα λόγια για κρυψώνα».
μα το καλάμι διάλεξα, τ΄ακάνθινο στεφάνι,
πίσω τα φραγκοδίφραγκα του πενιχρού μισθού,
γυρνώντας αναφώνησα: «Του πρέπει να πεθάνει».
από τον ύπνο ένας φυγάς, σικάρης Δόν Κιχώτης.
«Τέτοιας λογής ονείρατα πως στέργεις να θωρρείς;»
η μάνα μου αγρίεψε κι έκαμε τον σταυρό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου