Ανεπίδοτη Επιστολή
Στις Συρακούσες μ΄έφαγε η σκόνη
των λατομείων. Θέρμες,
πονοκοίλι.
Μα πάνω απ΄όλα η θύμηση σου
Φίλη,
να πλέκεις σιωπηλή στο παραγώνι,
μ΄εκείνα τα χρυσόκτιστα χεράκια,
που κάποτε το σώμα μου
μετρούσαν.
Κάλλιο το σάβανο μου να
κεντούσαν,
τι μ΄είχανε οι Ταγοί για τα
χαντάκια.
Τη μέρα τη λαμπρή που ξεκινούσα,
στο Πειραιά σφυρίζανε
μπουρούδες.
-Ελπίδες μας πουλούσε ο Άλκης
φρούδες.-
Πως πίσω τους τρομάρα και
αγκούσα,
καλά κρυμμένες θα ΄παιρναν
κεφάλι
σαν φτάναμε στη μαύρη Σικελία,
έδειχνε να ΄ναι πρόγνωση
γελοία.
Μιας δόξας το κρασί έφερνε ζάλη,
στις άγουρες μας σάρκες.
Ανδρονίκη,
στερνή γραφή μου τούτη κράτησε
τη
να με θυμάσαι, θέλεις πέταξε
τη.
Ξινό μου βγήκε γύναι τ΄αντριλίκι.
Μη μένεις μόνη. Διάλεξε ξεφτέρι,
μαζί του να πετάξεις. Τόσο
κρίμα,
τα νιάτα σου να χώνεις σ΄ένα
μνήμα,
προσβάλλοντας την Κύπριν δίχως ταίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου