Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012


Ανεπίδοτη Επιστολή

 

Στις Συρακούσες μ΄έφαγε η σκόνη

των λατομείων. Θέρμες, πονοκοίλι.

Μα πάνω απ΄όλα η θύμηση σου Φίλη,

να πλέκεις σιωπηλή στο παραγώνι,

 

μ΄εκείνα τα χρυσόκτιστα χεράκια,

που κάποτε το σώμα μου μετρούσαν.

Κάλλιο το σάβανο μου να κεντούσαν,

τι μ΄είχανε οι Ταγοί για τα χαντάκια.

 

Τη μέρα τη λαμπρή που ξεκινούσα,

στο Πειραιά σφυρίζανε μπουρούδες.

-Ελπίδες μας πουλούσε ο Άλκης φρούδες.-

Πως πίσω τους τρομάρα και αγκούσα,

 

καλά κρυμμένες θα ΄παιρναν κεφάλι

σαν φτάναμε στη μαύρη Σικελία,

έδειχνε να ΄ναι πρόγνωση γελοία.

Μιας δόξας το κρασί έφερνε ζάλη,

 

στις άγουρες μας σάρκες. Ανδρονίκη,

στερνή γραφή μου τούτη κράτησε τη

να με θυμάσαι, θέλεις πέταξε τη.

Ξινό μου βγήκε γύναι τ΄αντριλίκι.

 

Μη μένεις μόνη. Διάλεξε ξεφτέρι,

μαζί του να πετάξεις. Τόσο κρίμα,

τα νιάτα σου να χώνεις σ΄ένα μνήμα,

προσβάλλοντας την Κύπριν  δίχως ταίρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου