Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012


Μπροστά Στον Καθρέφτη Του Μπαρμπέρικου

 

Θα κάτσω στη δερμάτινη, φθαρμένη πολυθρόνα

και το ξουράφι στο λουρί θ΄αρχίσω ν΄ακονίζω,

ώρα πολύ. Πέρα μακριά στην Άγια Λισαβόνα,

Φερνάντο με γνωρίσανε. Τα δόντια μου σαν τρίζω,

 

ανατριχιάζει ο ποταμός ο Τάγος και φουσκώνει,

τον Κάμπος παραχώνοντας στις λάσπες. Καλοκαίρι

και περπατώ στις όχθες του μ΄ένα λερό σεντόνι

αναμεσίς στα σκέλια μου. Του Ζέφυρου τ΄αγέρι,

 

λουφάζει στο Μπαούλο μου. Της Αβινιόν Ατθίδα,

απ΄την αρχαία συντροφιά που σβήστηκε στον χρόνο,

παίρνοντας πένα και χαρτί, την κοφτερή λεπίδα,

θα στείλει γράμμα φορτικό να βρουν τον δολοφόνο.

 

Καθρέφτης. Χέρι σταθερό τείνω προς τον λαιμό μου

και πορφυρά τα αίματα θ΄αφήκω να ποτίσουν,

ψηφιδωτά πατώματα. Μ΄επιμονή εντόμου,

βουρκόλακες δεξιά-ζερβά, γυμνό ας με τραβήξουν

 

όπου χτυπά της Κόλασης το γκονγκ που ξεκουφαίνει

και σύνεργα βασανιστές κραδαίνουν μπας και σκιάξουν

τις πιο αδύναμες ψυχές. Ποτές του δεν πεθαίνει,

όποιος φαρμάκι μες τ΄αυτί αφήνει να του στάξουν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου