Το στερνό μου
Ήρθε θαρρώ η ώρα να σιγήσω.
Το ίδιο πάντα μίζερο κοντσέρτο
μπούχτισα. Ότι ξύδι έχεις,
φέρ΄το
Πατρίδα να το πιω κι ίσως
κερδίσω,
θολή ματιά και ράβδο αναπήρου,
τσιγγάνας προστυχιά που
καλογραίας
φόρεσε ρούχο. Το φθηνό το
κρέας,
σε τμήματα οσμίζομαι ονείρου…
Τον ξεπεσμό δεν μίσησε κανένας.
Αντίθετα, μια γλύκα είχε πάντα
η χαμερπής ζωή. Απ΄τα σαράντα,
γύρισα το ταξίμετρο της γέννας
και βγήκα στα καντούνια της
Χαλκίδας,
ζήτουλας. Μα ελήλυθεν η ώρα
για μπότζι. Δίχως φρένα
νεκροφόρα,
με ταξιδεύει Τέκνο Καταιγίδας.
Γιάννης Σ.
21
Ιανουαρίου 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου