Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014


Λάμια
 
Μεσάνυχτα στα χέρια σου με κράτησες,
πιωμένος το κρασί της προδοσίας.
Από τις λόχμες βγήκαν ακροβάτισσες
κι ένας ανοικονόμητος σωσίας

και τρέχανε γυμνοί προς τα παράθυρα
με μάτι λαγγεμένο. Τι χελώνες;
Πουγκί μας, βελανίδια σάπια, άχυρα
και μια σιγή διάτρητη βελόνες.

Μεσάνυχτα τα λόγια μου ψιθύρισες,
που λέγαμε παιδιά στα ονείρατα μας.
Τα πρώτα γιασεμιά με λύπη φίλησες
και στάθηκες στο πρόσταγμα της Λάμιας,

ατρόμητος πολύ σαν μια θεότητα,
ταγμένη στου Επέκεινα τον πόθο.
Τα πάντα πληρωθήκαν καθαρότητα.
Βοούσε  η Αγάπη κάτι νόθο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου