Ανεπίδοτη Επιστολή
Ανοίγω τα παράθυρα στο φως,
για να ποτίσω ρόδα με το νέφτι.
«Τσιγγάνε Πλαστουργέ, μέλλοντος Κλέφτη,
το πνεύμα μου σηκώθηκε μπουχός,
στα πέρατα σκορπίζοντας. (Γιατί
τα κύμβαλα βροντάς με νια κοκάλια
και δεν νογάς δικά μου παρακάλια;)
Νόμος ωμός τα σύμπαντα πατεί,
με μπότα σιδερένια. Θα στο πω
στα ίσα κι ας με πάρεις με τις πέτρες.
Αλλού τους κεραυνούς και τις βουκέντρες...
Έχω εγώ το τραύμα μου νωπό
και φεύγω δίχως μαρς και προσταγή.
Μεριά μου, η ευθύνη και το λάθος.
Στις φλέβες θε να βρω το όποιο βάθος,
εκεί πεδίον μάχης και σφαγή».
για να ποτίσω ρόδα με το νέφτι.
«Τσιγγάνε Πλαστουργέ, μέλλοντος Κλέφτη,
το πνεύμα μου σηκώθηκε μπουχός,
στα πέρατα σκορπίζοντας. (Γιατί
τα κύμβαλα βροντάς με νια κοκάλια
και δεν νογάς δικά μου παρακάλια;)
Νόμος ωμός τα σύμπαντα πατεί,
με μπότα σιδερένια. Θα στο πω
στα ίσα κι ας με πάρεις με τις πέτρες.
Αλλού τους κεραυνούς και τις βουκέντρες...
Έχω εγώ το τραύμα μου νωπό
και φεύγω δίχως μαρς και προσταγή.
Μεριά μου, η ευθύνη και το λάθος.
Στις φλέβες θε να βρω το όποιο βάθος,
εκεί πεδίον μάχης και σφαγή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου