ΜΑΥΡΟ ΓΑΛΑ
Βυζαίνω της ανάγκης τ΄αλμυρό
το γάλα που κατάμαυρο ποτίζει,
την έρημο εντός μου. Τι σκληρό,
από τον θάνατο μου να κερδίζει
η Φύση λίγα κόκαλα ξερά
και μια Ψυχή βαριά σακατεμένη.
Απ΄τους Θεούς κανείς τι να προσμένει,
παρά ένα ζεύγος νάιλον φτερά;
Κι αυτά για να πετάξει ταπεινά,
τις νύχτες στου Παράδεισου τη πύλη.
Λεφούσι εκεί στριμώχνονται οι φίλοι,
κρατώντας αγιοκέρια πάμφθηνα,
το <<σ΄αγαπώ>> να
φτύσουν σα βρισιά,
τη <<καλημέρα>>
πασατέμπου τσόφλι,
και ήσυχοι να γείρουν στο κατώφλι.
Ο κόσμος όλος τώρα Κηφισιά,
μιας Άνοιξης ημέρα γιορτινή,
Ανάστασης ημέρα με τη γύρη.
Τελειώνει τραγικά το πανηγύρι,
μεγάφωνα γαυγίζουν τη Ποινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου