Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012


             Τα ρετάλια

 

Στη παλιά πλατεία, βρήκα ένα στέκι.

Είχα και Χριστό, βοηθό να παραστέκει.

Έδωσα μπροστάντζα, κάτι λίγα νοίκια

και ξεκίνησα σηκώνοντας μανίκια.

 

Πούλαγα ρετάλια, μετρητοίς και δόσεις.

Έθιμα και ήθη, τρύπιες παραδόσεις.

Από παρελάσεις στοκ κι Επιταφίους,

γλέντια, φονικά και γάμων επετείους.

 

Άτιμη δουλειά, αναπαραδιά.

Τρείς κι ο κούκος. Άρχισαν τα ζόρια.

Μπούχτισα κι εγώ, είπα να πνιγώ

μα είχα αμανάτι δύο αγόρια.

 

Πέρναγαν οι μήνες, πλάκωσαν τα πάγια,

μού χουν σκέφτηκα, τσιγγάνες κάνει μάγια.

Έβαλα παπάδες και μου το ξορκίσαν,

το κακό το μάτι μ΄αγιασμό το κλείσαν.

 

Φάνηκαν πελάτες. Θέλαν να πουλήσουν

ράκη μιας ζωής και ρόδα να τσουλήσουν.

Τους ξαπόστειλα και έκλεισα τα φώτα,

έδωσα φινάλε, κλείδωσα τη πόρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου