Ό Άσωτος
-Ψήσε μάνα ένα τσάγι
κι έλα κάτσε δω σιμά.
Πιάσε τα πατερημά,
η πληγή αίμα ξερνάει.
Μ΄έδιωξε από το σπίτι,
στα καλά καθούμενα,
νήμερα Χριστούγεννα,
με σκυλόβριζε
<<αλήτη>>.
Τι της έκαμα μανούλα,
μήτε που κατάλαβα.
Ζέστανα το Ζάσταβα
και μπουχός απ΄τη Μαγούλα.
Γκόμινες ποτές δεν είχα
πάνω από τέσσερις.
Τρύπιος τώρα τέντζερης
με κομμένο πια τον βήχα.
Ήμουν σπίτι-καφενείο
πάντοτες στην ώρα μου.
Θύμωσ΄η Θοδώρα μου
και τα πήρε στο κρανίο.
Κάμε μάνα μου τη χάρη,
πάνε παρακάλεσε.
Βάλε μύλο, άλεσε,
τι σου γίνομαι ταγάρι.
Βάλε παραμύθι μάνα
πως θ΄αλλάξω πάραυτα,
για θα πάω άκλαυτα
από την κρεμανταλάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου