Φυλλάδιο μετά θάνατον
Τη θάλασσα γνωρίσαμε από
τα καφενεία,
μ΄έναν καφέ πολλά βαρύ κι
ένα βιβλίο στο χέρι.
Αθροίσαμε στους ουρανούς
των άστρων τη πενία,
σε κάποιο ντοκ
προσμένοντας το τελευταίο φέρυ.
Ταξίδι μας μοναδικό,
ΜΕΘΑΝΑ-ΠΟΡΟΣ-ΥΔΡΑ.
Κι αυτό, με τέσσερα μποφόρ,
χαρά για τα παιδάκια.
Ακόμη κι έτσι κάμψαμε το
γόνυ στη κλεψύδρα,
γοργά να ΄ρθει το πρωινό ν΄ανέβουμε
σκαλάκια.
Γλυκού νερού ταξιδευτές,
πάρτε κι εμέ μαζί σας
και καύκαλο γυαλιστερό
δώστε μου να κρατήσω.
Σαν τον Αμλέτο να ριγώ
στα πρόθυρα της λύσσας,
<<Άμποτε ενός
πειρατικού σανίδι να πατήσω>>.
Απαντοχή γλυκόπικρη μεσ΄τ΄αστικό
σαλόνι,
το ΚΑΛΥΨΩ με τον Κουστώ
στις θάλασσες του Νότου.
Πιέζει ο γέρος φτύνοντας
κουβέντες να μ΄ αγχώνει,
κιοπέγγια πως θ΄ αναγκαστεί,
να κλείσει λόγω φόρτου.
Με χαρμολύπη καρτερώ στη
πλάκα μου απάνω,
να γράψουν με μοράβια
ποιητική αδεία:
ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΑΜΕΡΠΗΣ
ΤΩΡΑ ΓΥΡΝΑΕΙ ΣΟΦΡΑΝΟ
ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΟΧΘΗΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ
ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου