Πεσσόα
Του Κρόνου σαν με
τσίμπησ΄η οχιά
στης μάνας μου τη μήτρα κολυμπούσα,
δεν γνώριζα κιβούρι,
συννεφιά
ανάγκη τι θα πει, του βίου
αγκούσα.
Πως φούρκα μου ετοιμάζανε
κρυφά
κάποιο πρωί το έμαθα
στρατιώτης,
σ΄ανηφοριά γυρεύοντας
στυφά
κορμιά για ν΄αγκαλιάσω. Αχ
προδότης,
που κυνηγά σε γη και
σ΄ουρανό,
το ριζικό του μ΄άστοχη
σφενδόνα,
παιάνα συλλαβίζοντας
βραχνό,
γένηκα. Μέσα στη Λισσαβόνα,
πενήντα καλοκαίρια κυνικά,
καμένο μου αφήκανε το
στέρνο.
με ξέχειλο μπαούλο
γιατρικά,
προσμένω στο σταθμό μαύρο
ένα τρένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου