Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012


             Πεσσόα

 

Του Κρόνου σαν με τσίμπησ΄η οχιά

στης μάνας μου τη μήτρα κολυμπούσα,

δεν γνώριζα κιβούρι, συννεφιά

ανάγκη τι θα πει, του βίου αγκούσα.

 

Πως φούρκα μου ετοιμάζανε κρυφά

κάποιο πρωί το έμαθα στρατιώτης,

σ΄ανηφοριά γυρεύοντας στυφά

κορμιά για ν΄αγκαλιάσω. Αχ προδότης,

 

που κυνηγά σε γη και σ΄ουρανό,

το ριζικό του μ΄άστοχη σφενδόνα,

παιάνα συλλαβίζοντας βραχνό,

γένηκα. Μέσα στη Λισσαβόνα,

 

πενήντα καλοκαίρια κυνικά,

καμένο μου αφήκανε το στέρνο.

με ξέχειλο μπαούλο γιατρικά,

προσμένω στο σταθμό μαύρο ένα τρένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου