Συχάρ
Το μεσημέρι παίρνει βράση
στο πηγαδάκι της Συχάρ.
Γυρίζεις λες:
<<Ειρήνη πάσι.
Που βρίσκεται παιδιά το μπαρ;
Παντού οξειδωμένα ρόπτρα,
πορτοπαράθυρα κλειστά.
Με μιαν ουράνια διόπτρα,
στέκει ο Θεός και αλυχτά.
Φράγκο δεν δίνει για όσα
βλέπει.
Γροθιές τα χέρια Του στη
τσέπη.
Ποντάρει μαύρο στη ρουλέτα
και κάνει φίλτρο σιγαρέτα.
<<Ραβί τι ψάχνεις
στο πηγάδι;
Σαν τι προσμένεις να
φανεί;
Το χε της μοίρας σου το
υφάδι,
να κλάψεις στη Γεθσημανή.
Ρούχα, σανδάλια σκονισμένα.
Δίψα. Το στόμα πυρκαγιά.
Είναι μαθές κανονισμένα,
αγκίστρια, βάρκα και ψαριά>>.
<<Καπνός το πνεύμα
κι ο Πατέρας>>
βογγάει της Συχάρ ο
αγέρας.
Βγάζει η ρουλέτα πάντα
μαύρο
και σε Ραβί πως λένε
Σταύρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου