Ο Δυσσέας στη Καλλιθέα
Παράθυρο κλεισμένο στο
Βοριά,
φθαρμένο από του χρόνου το
σκαμπίλι,
στα δώδεκα μονάζω τα χωριά,
κρατώντας παραπόδα
καριοφίλι.
Σκοτάδια με τυλίγουν ζοφερά,
μ΄ ανάβω που και που τον
αναπτήρα.
Σπασμένα των αγγέλων τα
φτερά,
κάθε πρωί στοχεύουν λάθος
μοίρα.
Ένα καιρό ταξίδευα γυμνός,
σε πράσινα νησιά σαν το
Δυσσέα.
Ο ήλιος μαύρο μάτι κι αχινός,
μου χάρισε σκιά στη Καλλιθέα
κι ένα κλωνί θαμπό βασιλικό
που σαν Μεγάλη μύριζε
Τετάρτη.
Από φθηνό ήμουν πάντα υλικό
κι η Ιθάκη μια μουτζούρα μες
το χάρτη.
Δαβάκη, σαν αητός ποδηγετώ
τη θλίψη και γυρίζοντας
σελίδα,
κιμπάρης στης ζωής το παγετό,
κερνώ έναν εσπρέσο την
ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου