Προθάλαμος οδοντιατρείου
Με δεκανίκια προσπαθώ να
ζήσω,
κρασί καπνό και λιγοστά
βιβλία.
Είναι οι μέρες μου βότσαλα
λεία,
γρίφους λερωμένα που δεν
θα λύσω.
Πάει καιρός που κρύφτηκα
απ΄τον ήλιο,
ότι το φωτερό πια με
τρομάζει.
Η θάλασσα τη πίκρα της ρεκάζει
κι η φύση με καλεί σ΄έναν
εμφύλιο.
Αργά μέσα στο θέατρο
σκοτεινιάζει.
Απ΄τις χωματερές γυρίζουν
γλάροι
βαριά πετώντας στ΄ουρανού τ΄αμπάρι.
Ο φωνογράφος συνεχώς
γκρινιάζει.
Το κασελάκι θάβω της
Πανδώρας
κι ανάβω ένα στη μνήμη της
τσιγάρο.
Έχω το χάρο δείξει για
κουμπάρο
και προσδοκώ τα σύγνεφα
της μπόρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου