Σόδομα
Με χάρτινο το γέλιο στο
στόμα και φτηνό,
γυρίζω σε μια πόλη που δεν
ξέρει,
αυτό που συζητιέται κι
είν΄μυστικό κοινό.
Βαμμένη πως την έχει από
χέρι.
Ξεθυμασμένο αλάτι σκεπάζει
τις πληγές,
που άνοιξε ο αιώνας με το
κνούτο.
Σαλεύουνε οι νύχτες
παραμυθιών γριές,
μ΄ένα παλιό στα χέρια τους
λαγούτο.
Στην Πανεπιστημίου απλώνει
πάγκο ο Λώτ
πουλώντας χθεσινές
εφημερίδες,
υπνωτισμένος σέρνω το βήμα
σα ρομπότ
και του γυρεύω μια εξάδα
ελπίδες.
Φορώντας της ανάγκης τα
μαύρα τα γυαλιά,
πώς να τολμήσω να κοιτάξω
πίσω;
Το αίνιγμα του κόσμου στο
γάμα μου μπαλιά
και γρίφος που δεν
πρόκειται να λύσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου