Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012


                 Σόδομα

 

Με χάρτινο το γέλιο στο στόμα και φτηνό,

γυρίζω σε μια πόλη που δεν ξέρει,

αυτό που συζητιέται κι είν΄μυστικό κοινό.

Βαμμένη πως την έχει από χέρι.

 

Ξεθυμασμένο αλάτι σκεπάζει τις πληγές,

που άνοιξε ο αιώνας με το κνούτο.

Σαλεύουνε οι νύχτες παραμυθιών γριές,

μ΄ένα παλιό στα χέρια τους λαγούτο.

 

Στην Πανεπιστημίου απλώνει πάγκο ο Λώτ

πουλώντας χθεσινές εφημερίδες,

υπνωτισμένος σέρνω το βήμα σα ρομπότ

και του γυρεύω μια εξάδα ελπίδες.

 

Φορώντας της ανάγκης τα μαύρα τα γυαλιά,

πώς να τολμήσω να κοιτάξω πίσω;

Το αίνιγμα του κόσμου στο γάμα μου μπαλιά

και γρίφος που δεν πρόκειται να λύσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου